- απαγίδευτος
- -η, -ο (Μ ἀπαγίδευτος, -ον)αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν νά παγιδευτεί, να πέσει σε παγίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαγίδευτος — η, ο αυτός που δεν παγιδεύτηκε: Με τα τεχνάσματά του αυτά κατάφερε να μην αφήσει κανέναν απαγίδευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)